- διάκαυση
- η (Α διάκαυσις, -εως)1. πυράκτωση, διαπύρωση, το αποτέλεσμα τής καύσης2. ασθένεια τού ξύλου η οποία προκαλεί τη σήψη τουαρχ.1. καυτηρίαση2. τα υπολείμματα τής καύσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διακαύσῃ — διακαύσηι , διάκαυσις the use of cautery fem dat sg (epic) διακαίω burn through aor subj mid 2nd sg διακαίω burn through aor subj act 3rd sg διακαίω burn through fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)